Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

écoumène < œcuménée < οικουμένη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ku.mɛn/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

écoumène (fr) αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  œkoumène