résident
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | résident | résidents |
θηλυκό | résidente | résidentes |
résident (fr)
- (πληροφορική, από την αγγλική resident) λογισμικό που παραμένει στη μνήμη ενός υπολογιστή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
résident | résidents |
résident (fr)
- διπλωμάτης ξένου κράτους
- αλλοδαπός κάτοικος ενός κράτους
- ειδικευόμενος γιατρός