αλλοδαπός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλοδαπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλλοδαπός[1] ἄλλος < *ἄλλοδ+-απός[2]
- για το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.lo.ðaˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λο‐δα‐πός
Επίθετο επεξεργασία
αλλοδαπός -ή -ό
- που δεν είναι υπήκοος της χώρας στην οποία βρίσκεται
- που αναφέρεται, ανήκει ή προέρχεται από ξένη χώρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλοδαπός αρσενικό (θηλυκό αλλοδαπή)
- ο υπήκοος μιας ξένης χώρας
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη άλλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλοδαπός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αλλοδαπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.