pouilleux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pouilleux | pouilleux |
θηλυκό | pouilleuse | pouilleuses |
Επίθετο επεξεργασία
pouilleux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pouilleux | pouilleux |
θηλυκό | pouilleuse | pouilleuses |
pouilleux (fr)