Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρόμικος η βρόμικη το βρόμικο
      γενική του βρόμικου της βρόμικης του βρόμικου
    αιτιατική τον βρόμικο τη βρόμικη το βρόμικο
     κλητική βρόμικε βρόμικη βρόμικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρόμικοι οι βρόμικες τα βρόμικα
      γενική των βρόμικων των βρόμικων των βρόμικων
    αιτιατική τους βρόμικους τις βρόμικες τα βρόμικα
     κλητική βρόμικοι βρόμικες βρόμικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρόμικος < βρόμ(α) + -ικος → δείτε τη λέξη βρομώ για την ετυμολογία και την ορθογραφία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɾo.mi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρό‐μι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

βρόμικος, -η, -ο

  1. που δεν είναι καθαρός
    πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου, είναι βρόμικα
     συνώνυμα: ακάθαρτος, βρομερός, κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερός, λερωμένος, μουντζουρωμένος, ρυπαρός
     αντώνυμα: αβρόμιστος, αλέρωτος, καθαρός,
  2. (μεταφορικά) που έχει σχέση με ανέντιμες ασχολίες
    το βρόμικο χρήμα
    μην ακούς τι λέει, διαδίδει βρόμικες συκοφαντίες
     συνώνυμα: αισχρός, ανέντιμος, ανήθικος, επιλήψιμος
     αντώνυμα: τίμιος

Σημειώσεις επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βρομάω

  Μεταφράσεις επεξεργασία