Ετυμολογία

επεξεργασία
obstrukci < obstrukc- + -i
ρήμα obstrukci
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας obstrukcas obstrukcanta obstrukcata
αόριστος obstrukcis obstrukcinta obstrukcita
μέλλοντας obstrukcos obstrukconta obstrukcota
υποθετική obstrukcus - -
προστακτική obstrukcu - -

obstrukci (eo)

Αντώνυμα

επεξεργασία