Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

obstrukc- < γαλλική, αγγλική obstruction, πολωνική obstrukcya

  Ρίζα επεξεργασία

obstrukc- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: εμπόδιο

Παράγωγα επεξεργασία