mannequin
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mannequin | mannequins |
Ουσιαστικό επεξεργασία
mannequin (en)
- η κούκλα που ντύνεται με ρούχα και τοποθετείται σε βιτρίνα καταστήματος
- ↪ mannequins in a store window - κούκλες σε βιτρίνα καταστήματος
- συγκρίνετε με το manikin
- (παρωχημένο) το μανεκέν, το μοντέλο
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mannequin | mannequins |
Ουσιαστικό επεξεργασία
mannequin (fr) αρσενικό