Δείτε επίσης: ἄβουλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβουλος η άβουλη το άβουλο
      γενική του άβουλου της άβουλης του άβουλου
    αιτιατική τον άβουλο την άβουλη το άβουλο
     κλητική άβουλε άβουλη άβουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβουλοι οι άβουλες τα άβουλα
      γενική των άβουλων των άβουλων των άβουλων
    αιτιατική τους άβουλους τις άβουλες τα άβουλα
     κλητική άβουλοι άβουλες άβουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άβουλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄβουλος < ἄ- στερητικό + βουλή (βούληση) + -ος. Διαφορετικό το αρχαίο ἄβουλος (αστόχαστος)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.vu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βου‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

άβουλος , -η , -ο

  1. που δεν έχει δική του βούληση, αλλά συνεχώς ακολουθεί τους άλλους κάνοντας ό,τι του υπαγορεύουν
    ήταν ένα άβουλο όργανο του αφεντικού του
  2. ο μη σκεπτόμενος ορθά, ο απερίσκεπτος

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία