άβουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβουλος | η | άβουλη | το | άβουλο |
γενική | του | άβουλου | της | άβουλης | του | άβουλου |
αιτιατική | τον | άβουλο | την | άβουλη | το | άβουλο |
κλητική | άβουλε | άβουλη | άβουλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβουλοι | οι | άβουλες | τα | άβουλα |
γενική | των | άβουλων | των | άβουλων | των | άβουλων |
αιτιατική | τους | άβουλους | τις | άβουλες | τα | άβουλα |
κλητική | άβουλοι | άβουλες | άβουλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άβουλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄβουλος < ἄ- στερητικό + βουλή (βούληση) + -ος. Διαφορετικό το αρχαίο ἄβουλος (αστόχαστος)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.vu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βου‐λος
Επίθετο επεξεργασία
άβουλος , -η , -ο
- που δεν έχει δική του βούληση, αλλά συνεχώς ακολουθεί τους άλλους κάνοντας ό,τι του υπαγορεύουν
- ↪ ήταν ένα άβουλο όργανο του αφεντικού του
- ο μη σκεπτόμενος ορθά, ο απερίσκεπτος
Παροιμίες επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άβουλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας