μοντέλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοντέλο | τα | μοντέλα |
γενική | του | μοντέλου | των | μοντέλων |
αιτιατική | το | μοντέλο | τα | μοντέλα |
κλητική | μοντέλο | μοντέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοντέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική modello
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοντέλο ουδέτερο
- οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως δείγμα για να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που εργάζεται στο χώρο της μόδας ή σε προώθηση προϊόντων, που παρουσιάζεται / φωτογραφείται φορώντας ρούχα ή χρησιμοποιώντας προϊόντα
Συγγενικά επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
(πληροφορική):
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
(πληροφορική):
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μοντέλο στη Βικιπαίδεια