μοντελάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοντελάκι | τα | μοντελάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μοντελάκι | τα | μοντελάκια |
κλητική | μοντελάκι | μοντελάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοντελάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοντελάκι
|