fiend
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fiend < μέση αγγλική feend (“εχθρός, δαίμονας”) < αγγλοσαξονικά fēond (“εχθρός”) < πρωτογερμανική *fijandz
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fiend (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
- arch-fiend: αρχιδαίμονας
- cigarette fiend: μανιώδης καπνιστής
- sex-fiend: σεξομανής
- sports fiend: αθλομανής