Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεξομανής η σεξομανής το σεξομανές
      γενική του σεξομανούς* της σεξομανούς του σεξομανούς
    αιτιατική τον σεξομανή τη σεξομανή το σεξομανές
     κλητική σεξομανή(ς) σεξομανής σεξομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεξομανείς οι σεξομανείς τα σεξομανή
      γενική των σεξομανών των σεξομανών των σεξομανών
    αιτιατική τους σεξομανείς τις σεξομανείς τα σεξομανή
     κλητική σεξομανείς σεξομανείς σεξομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεξομανής < σεξ + -ο- + -μανής (< μανία)

  Επίθετο επεξεργασία

σεξομανής, -ής, -ές

  • που επιδιώκει με μανία τη σύναψη σεξουαλικών επαφών

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία