Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σεξ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Προβολή κώδικα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Δείτε επίσης
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σεξ
< (
λόγιο δάνειο
)
γαλλική
sexe
<
λατινική
sexus
(
φύλο
)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈseks
/
Ουσιαστικό
σεξ
ουδέτερο
άκλιτο
συνουσία
, ερωτική επαφή
(
στρατιωτική αργκό
,
σκωπτικό
) η
Σ
τέρηση
Εξ
όδου
(
ακρωνύμιο
Συγγενικά
σεξομανής
σεξουαλικός
Δείτε επίσης
σεξ
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
σεξ
αγγλικά
:
sex
(en)
γαλλικά
:
sexe
(fr)
εβραϊκά
:
מין
(he)
ισπανικά
:
sexo
(es)
τουρκικά
:
seks
(tr)
φινλανδικά
:
seksi
(fi)