Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακός η κακή
κακιά
το κακό
      γενική του κακού της κακής
κακιάς
του κακού
    αιτιατική τον κακό την κακή
κακιά
το κακό
     κλητική κακέ κακή
κακιά
κακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοί οι κακές τα κακά
      γενική των κακών των κακών των κακών
    αιτιατική τους κακούς τις κακές τα κακά
     κλητική κακοί κακές κακά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κός
ομόηχο: κακώς

  Επίθετο επεξεργασία

κακός, -ή/ιά, -ό, συγκριτικός: χειρότερος, υπερθετικός:  χείριστος/κάκιστος

  1. που δεν αναγνωρίζεται ως χρήσιμος, ωφέλιμος, που προκαλεί την αποδοκιμασία για το ήθος και την ποιότητά του.
  2. που δεν έχει καλούς σκοπούς, που έχει πονηρές προθέσεις και κίνητρα

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

με το επίθετο

→ και δείτε τα ουσιαστικά κακιά, κακό και κακά

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κακο- 

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
κᾰκο-
ονομαστική κακός κακή τὸ κακόν
      γενική τοῦ κακοῦ τῆς κακῆς τοῦ κακοῦ
      δοτική τῷ κακ τῇ κακ τῷ κακ
    αιτιατική τὸν κακόν τὴν κακήν τὸ κακόν
     κλητική ! κακέ κακή κακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κακοί αἱ κακαί τὰ κακᾰ́
      γενική τῶν κακῶν τῶν κακῶν τῶν κακῶν
      δοτική τοῖς κακοῖς ταῖς κακαῖς τοῖς κακοῖς
    αιτιατική τοὺς κακούς τὰς κακᾱ́ς τὰ κακᾰ́
     κλητική ! κακοί κακαί κακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κακώ τὼ κακᾱ́ τὼ κακώ
      γεν-δοτ τοῖν κακοῖν τοῖν κακαῖν τοῖν κακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία