Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μανιώδης η μανιώδης το μανιώδες
      γενική του μανιώδους της μανιώδους του μανιώδους
    αιτιατική τον μανιώδη τη μανιώδη το μανιώδες
     κλητική μανιώδη(ς) μανιώδης μανιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μανιώδεις οι μανιώδεις τα μανιώδη
      γενική των μανιωδών των μανιωδών των μανιωδών
    αιτιατική τους μανιώδεις τις μανιώδεις τα μανιώδη
     κλητική μανιώδεις μανιώδεις μανιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μανιώδης < μανί(α) + -ώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.niˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νι‐ώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

μανιώδης, -ης, -ες

  1. που έχει μια συνήθεια σε πολύ μεγάλο βαθμό, που έχει μανία με κάτι
    μανιώδης καπνιστής, μανιώδης συλλέκτης γραμματοσήμων, μανιώδης με την καθαριότητα
  2. κάτι που γίνεται με υπερβολικό πάθος ή συχνότητα, μανιωδώς
    μανιώδες κάπνισμα / με μανιώδη τρόπο / μανιώδης ενασχόληση με τους υπολογιστές


Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μανία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μανιώδης τὸ μανιῶδες
      γενική τοῦ/τῆς μανιώδους τοῦ μανιώδους
      δοτική τῷ/τῇ μανιώδει τῷ μανιώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν μανιώδη τὸ μανιῶδες
     κλητική ! μανιῶδες μανιῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μανιώδεις τὰ μανιώδη
      γενική τῶν μανιώδων τῶν μανιώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς μανιώδεσ(ν) τοῖς μανιώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς μανιώδεις τὰ μανιώδη
     κλητική ! μανιώδεις μανιώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μανιώδει τὼ μανιώδει
      γεν-δοτ τοῖν μανιώδοιν τοῖν μανιώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιώδης < μανί(α) + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

μανιώδης, -ης, -ες

  1. τρελός, παράλογος, ξέφρενος, ανέλπιδος
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 39.3
    ...καὶ τοῦ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα ἡ ὑπόσχεσις, ἀπέβη: ἐντὸς γὰρ εἴκοσιν ἡμερῶν ἤγαγε τοὺς ἄνδρας, ὥσπερ ὑπέστη.
    και η υπόσχεση του Κλέωνος αν και παράλογη, τελικά τηρήθηκε: μέσα σε είκοσι μέρες έφερε τους άνδρες όπως είχε τοποθετηθεί ότι θα έπραττε
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. που προκαλεί τρέλα

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία