Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -βιος η -βια το -βιο
      γενική του -βιου της -βιας του -βιου
    αιτιατική τον -βιο τη(ν) -βια το -βιο
     κλητική -βιε -βια -βιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -βιοι οι -βιες τα -βια
      γενική των -βιων των -βιων των -βιων
    αιτιατική τους -βιους τις -βιες τα -βια
     κλητική -βιοι -βιες -βια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-βιος < βίος

  Επίθημα επεξεργασία

-βιος

  1. τελευταίο συνθετικό λέξεων, κυρίως επιθέτων, που έχουν σχέση με τη ζωή και τα έμβια όντα