ημερόβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημερόβιος < ελληνιστική ἡμερόβιος, μορφολογικά αναλύεται ημέρ(α) + -ό- + -βιος
Επίθετο επεξεργασία
ημερόβιος, -α, -ο
- (για ζώα) που είναι ενεργό την ημέρα και κοιμάται ή ξεκουράζεται τη νύχτα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημερόβιος
|