Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αερόβιος η αερόβια το αερόβιο
      γενική του αερόβιου της αερόβιας του αερόβιου
    αιτιατική τον αερόβιο την αερόβια το αερόβιο
     κλητική αερόβιε αερόβια αερόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αερόβιοι οι αερόβιες τα αερόβια
      γενική των αερόβιων των αερόβιων των αερόβιων
    αιτιατική τους αερόβιους τις αερόβιες τα αερόβια
     κλητική αερόβιοι αερόβιες αερόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αερόβιος < αερό- + -βιος

  Επίθετο επεξεργασία

αερόβιος, -α, -ο

  1. που ζει μόνο σε περιβάλλον με παρουσία οξυγόνου
  2. (βιολογία): οποιοσδήποτε οργανισμός που παρουσιάζει αεροβική αναπνοή
    αερόβια μικρόβια
  3. που σχετίζεται με την αναπνοή σε κατάσταση εγρήγορσης
    αερόβια άσκηση

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία