Δείτε επίσης: ὠγύγιος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
Ὠγῠγιο-
ονομαστική Ὠγύγιος Ὠγυγί
Ὠγύγιος
τὸ Ὠγύγιον
      γενική τοῦ Ὠγυγίου τῆς Ὠγυγίᾱς
Ὠγυγίου
τοῦ Ὠγυγίου
      δοτική τῷ Ὠγυγί τῇ Ὠγυγί
Ὠγυγί
τῷ Ὠγυγί
    αιτιατική τὸν Ὠγύγιον τὴν Ὠγυγίᾱν
Ὠγύγιον
τὸ Ὠγύγιον
     κλητική ! Ὠγύγιε Ὠγυγί
Ὠγύγιε
Ὠγύγιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ὠγύγιοι αἱ Ὠγύγιαι
Ὠγύγιοι
τὰ Ὠγύγι
      γενική τῶν Ὠγυγίων τῶν Ὠγυγίων
Ὠγυγίων
τῶν Ὠγυγίων
      δοτική τοῖς Ὠγυγίοις ταῖς Ὠγυγίαις
Ὠγυγίοις
τοῖς Ὠγυγίοις
    αιτιατική τοὺς Ὠγυγίους τὰς Ὠγυγίᾱς
Ὠγυγίους
τὰ Ὠγύγι
     κλητική ! Ὠγύγιοι Ὠγύγιαι
Ὠγύγιοι
Ὠγύγι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ὠγυγίω τὼ Ὠγυγί
Ὠγυγίω
τὼ Ὠγυγίω
      γεν-δοτ τοῖν Ὠγυγίοιν τοῖν Ὠγυγίαιν
Ὠγυγίοιν
τοῖν Ὠγυγίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
Στους τραγικούς, δικατάληκτο -ος, -ος, -ον.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ὠγύγιος < Ὠγυγ(ία) ή κατά τον Παυσανία, Ὤγυγ(ος) (δείτε εκεί παραθέματα) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

Ὠγύγιος, -α, ον και στους τραγικούς, συνήθως -ος, -ος, -ον

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • ὠγύγιος

Συγγενικά

επεξεργασία