ἄφραστος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄφραστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ἄφραστος, -ος, -ον
- ανείπωτος, ανέκφραστος, θαυμάσιος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 820 ((819-820))
- ὥς μοι βαρεῖα καὶ δόμοις ἐπεστάθης, | κηλὶς ἄφραστος ἐξ ἀλαστόρων τινός·
- Ποιός δαίμονας κακός το σπιτικό μου | κι εμένα μ᾽ αίσχη ανείπωτα μας λέρωσε;
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ὥς μοι βαρεῖα καὶ δόμοις ἐπεστάθης, | κηλὶς ἄφραστος ἐξ ἀλαστόρων τινός·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 820 ((819-820))
- μη διακρινόμενος, απαρατήρητος
Παράγωγα επεξεργασία
- ἀφράστως (επίρρημα)
Πηγές επεξεργασία
- ἄφραστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄφραστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.