Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέκφραστος η ανέκφραστη το ανέκφραστο
      γενική του ανέκφραστου της ανέκφραστης του ανέκφραστου
    αιτιατική τον ανέκφραστο την ανέκφραστη το ανέκφραστο
     κλητική ανέκφραστε ανέκφραστη ανέκφραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέκφραστοι οι ανέκφραστες τα ανέκφραστα
      γενική των ανέκφραστων των ανέκφραστων των ανέκφραστων
    αιτιατική τους ανέκφραστους τις ανέκφραστες τα ανέκφραστα
     κλητική ανέκφραστοι ανέκφραστες ανέκφραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανέκφραστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνέκφρασστος

  Επίθετο επεξεργασία

ανέκφραστος

  1. που η έκφρασή του δεν φανερώνει τα συναισθήματά του ή και που δεν τρέφει πιθανόν κάποια συναισθήματα εκείνη τη στιγμή για ό,τι συμβαίνει
  2. που δεν εκφράσθηκε, δεν εκδηλώθηκε με λόγια ή με πράξεις
    ...ένας κόσμος ολόκληρος από αισθήματα έμεινε ανέκφραστος, σκεπασμένος για πάντα από το τεράστιο σάβανο του λογιοτατισμού και της ρητορικής καλλιέπειας (Γ. Σεφέρης)

  Μεταφράσεις επεξεργασία