ἄσμενος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄσμενος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ἄσμενος, -η, -ον
Παραθετικά επεξεργασία
ἄσμενος |
ἀσμενώτερος/ἀσμενέστερος/ἀσμεναίτερος |
ἀσμενώτατος/ἀσμενέστατος/ἀσμεναίτατος
|
ἀσμένως |
ἀσμενώτερον/ἀσμενέστερον/ἀσμεναίτερον |
ἀσμενώτατα/ἀσμενέστατα/ἀσμεναίτατα
|
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀσμεναίτατα (επίρρημα)
- ἀσμένεια
- ἀσμενέω
- ἀσμενής
- Ἄσμενος
- ἀσμένως (επίρρημα)
- πανασμένως (επίρρημα)
- → και δείτε τη λέξη ἀσμενίζω
Πηγές επεξεργασία
- ἄσμενος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄσμενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.