Δείτε επίσης: Ἄσμενος, ἀσμένως, ασμένως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἄσμενος ἀσμένη τὸ ἄσμενον
      γενική τοῦ ἀσμένου τῆς ἀσμένης τοῦ ἀσμένου
      δοτική τῷ ἀσμέν τῇ ἀσμέν τῷ ἀσμέν
    αιτιατική τὸν ἄσμενον τὴν ἀσμένην τὸ ἄσμενον
     κλητική ! ἄσμενε ἀσμένη ἄσμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἄσμενοι αἱ ἄσμεναι τὰ ἄσμεν
      γενική τῶν ἀσμένων τῶν ἀσμένων τῶν ἀσμένων
      δοτική τοῖς ἀσμένοις ταῖς ἀσμέναις τοῖς ἀσμένοις
    αιτιατική τοὺς ἀσμένους τὰς ἀσμένᾱς τὰ ἄσμεν
     κλητική ! ἄσμενοι ἄσμεναι ἄσμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσμένω τὼ ἀσμέν τὼ ἀσμένω
      γεν-δοτ τοῖν ἀσμένοιν τοῖν ἀσμέναιν τοῖν ἀσμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄσμενος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἄσμενος, -η, -ον

  1. ευχαριστημένος
  2. ευτυχής
  3. χαρούμενος

Παραθετικά επεξεργασία

ἄσμενος
ἀσμενώτερος/ἀσμενέστερος/ἀσμεναίτερος
ἀσμενώτατος/ἀσμενέστατος/ἀσμεναίτατος
ἀσμένως
ἀσμενώτερον/ἀσμενέστερον/ἀσμεναίτερον
ἀσμενώτατα/ἀσμενέστατα/ἀσμεναίτατα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία