Δείτε επίσης: ὄναγρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όναγρος οι όναγροι
      γενική του όναγρου
ονάγρου
των όναγρων
ονάγρων
    αιτιατική τον όναγρο τους όναγρους
ονάγρους
     κλητική όναγρε όναγροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Όναγροι (1)

  Ετυμολογία επεξεργασία

όναγρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὄναγρος < αρχαία ελληνική ὄνος + ἄγριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όναγρος αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) είδος άγριου γαϊδάρου (equus onager)
  2. (στρατιωτικός όρος, ιστορία) είδος καταπέλτη
     συνώνυμα: μονάγκων

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία