Δείτε επίσης: ὄνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όνος οι όνοι
      γενική του όνου των όνων
    αιτιατική τον όνο τους όνους
     κλητική όνε όνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

όνος < αρχαία ελληνική ὄνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όνος αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • περί όνου σκιάς: για κάτι που δεν έχει πραγματικά σημασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία