Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωλού οι ψωλούδες
      γενική της ψωλούς των ψωλούδων
    αιτιατική την ψωλού τις ψωλούδες
     κλητική ψωλού ψωλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωλού < ψωλή + -ού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψωλού θηλυκό (χυδαίο, μειωτικό)

  1. υβριστική έκφραση για γυναίκα
  2. γυναίκα άπιστη, σεξουαλικά μονίμως ακόρεστη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία