υβριστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υβριστικός < αρχαία ελληνική ὑβριστικός (θρασύς, προσβλητικός). → δείτε και ύβρις και ὕβρις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.vɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐βρι‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
υβριστικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ύβρις και την αρχαία ὕβρις