Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοπάθεια οι ψυχοπάθειες
      γενική της ψυχοπάθειας των ψυχοπαθειών
    αιτιατική την ψυχοπάθεια τις ψυχοπάθειες
     κλητική ψυχοπάθεια ψυχοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρsychopathie ή από την γαλλική psychopathie[1] < ψυχο- + -πάθεια (πάθος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.xoˈpa.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χο‐πά‐θει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοπάθεια θηλυκό

  1. γενική ονομασία ψυχικών διαταραχών
  2. (ψυχιατρική) παθολογική μερική ή ολική διαταραχή των ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου
     συνώνυμα: ψυχασθένεια, φρενοβλάβεια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία