Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -πάθεια οι -πάθειες
      γενική της -πάθειας των -παθειών
    αιτιατική τη(ν) -πάθεια τις -πάθειες
     κλητική -πάθεια -πάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πάθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πάθεια < πάθος
για σύγχρονους όρους της ιατρικής < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσικοί όροι όπως λατινικά -pathia, γαλλικά -pathie, αγγλικά -pathy < αρχαία ελληνικά -πάθεια [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πά‐θει‐α

  Επίθημα επεξεργασία

-πάθεια θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -πάθει αἱ -πάθειαι
      γενική τῆς -παθείᾱς τῶν -παθειῶν
      δοτική τῇ -παθεί ταῖς -παθείαις
    αιτιατική τὴν -πάθειᾰν τὰς -παθείᾱς
     κλητική ! -πάθει -πάθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -παθεί
γεν-δοτ τοῖν  -παθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πάθεια < πάθ(ος), -παθ(ής) + -εια

  Επίθημα επεξεργασία

-πάθεια θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία