Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Αγώνας χόκεϊ επί χόρτου γυναικών, στο Λούισβιλ των ΗΠΑ

  Ετυμολογία επεξεργασία

χόκεϊ < (λόγιο δάνειο) αγγλική hockey [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxo.cei̯/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χόκεϊ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) άθλημα που παίζεται από δύο ομάδες των 11 ή έξι παικτών η καθεμία, που προσπαθούν με μια καμπύλη ράβδο να χτυπήσουν μια μπαλίτσα ή ένα δίσκο και να τα βάλουν στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • χόκεϋ (παλιός αντιγραμματισμός με την αγγλική λέξη)

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία