Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέρμα τα τέρματα
      γενική του τέρματος των τερμάτων
    αιτιατική το τέρμα τα τέρματα
     κλητική τέρμα τέρματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δρομείς φτάνουν στο τέρμα του αγώνα
 
δύο κορίτσια σε τέρμα ποδοσφαιρικού γηπέδου

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική grc < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *térmn̥ (τέρμα, όριο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈteɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέρμ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέρμα ουδέτερο

  1. το τέλος μιας διαδρομής
     αντώνυμα: αφετηρία
  2. (αθλητισμός) χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κατακόρυφα δοκάρια (σε μερικά αθλήματα, δύο κατακόρυφα και ένα οριζόντιο), μέσα από τον οποίο πρέπει να περάσει η μπάλα για να σημειωθεί γκολ
  3. το επιτυχημένο πέρασμα της μπάλας μέσα από τα όρια του χώρου αυτού
     συνώνυμα: γκολ

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέρμᾰ τὰ τέρμᾰτ
      γενική τοῦ τέρμᾰτος τῶν τερμᾰ́των
      δοτική τῷ τέρμᾰτ τοῖς τέρμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ τέρμᾰ τὰ τέρμᾰτ
     κλητική ! τέρμᾰ τέρμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέρμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  τερμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία