Δείτε επίσης: -λόγιο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λόγιο τα λόγια
      γενική του λογίου
λόγιου
των λογίων
    αιτιατική το λόγιο τα λόγια
     κλητική λόγιο λόγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λόγιο < αρχαία ελληνική λόγιον, ουδέτερο του επιθέτου λόγιος < λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λόγιο ουδέτερο

  1. σύντομη παρατήρηση για μια γενική αλήθεια, τρόπο συμπεριφοράς ή βασική αρχή
  2. εξεζητημένη έκφραση, ακαδημαϊκός όρος

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  λόγιος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία