γνωμικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
το γνωμικό (el) ουδέτερο
- το απόφθεγμα, γνώμη παρουσιασμένη αξιωματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
το γνωμικό (el) ουδέτερο
- αιτιατική ενικού του γνωμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του γνωμικός