χειρωνακτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειρωνακτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειρωνακτικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.ɾo.na.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐να‐κτι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
χειρωνακτικός, -ή, -ό
- (για εργασία) που γίνεται κυρίως με τα χέρια
Παράγωγα επεξεργασία
- χειρωνακτικά (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- χειρωνακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χειρωνακτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χειρωνακτικός, -ή, -όν
- χειρωνακτικός
- ↪ χειρωνακτική τέχνη
Πηγές επεξεργασία
- χειρωνακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.