χειμερινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειμερινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειμερινός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.me.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐με‐ρι‐νός
Επίθετο επεξεργασία
χειμερινός, -ή, -ό
- σχετικός με τον χειμώνα και το ψύχος
- ≈ συνώνυμα: λιγότερο επίσημο: χειμωνιάτικος
- ↪ χειμερινό ωράριο, χειμερινό ηλιοστάσιο (αλλά χειμωνιάτικο ντύσιμο, χειμωνιάτικος καιρός)
- ↪ χειμερινή στολή
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειμερινός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
χειμερινός, ή, όν
- ο σχετικός με τον χειμώνα, χειμερινός
- ο όμοιος με το χειμώνα (παγερός)
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- χειμερινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειμερινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.