Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χάρτης οι χάρτες
      γενική του χάρτη
χάρτου
των χαρτών
    αιτιατική τον χάρτη τους χάρτες
     κλητική χάρτη χάρτες
Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος.
Σε λόγιους όρους όπως εμπόριο χάρτου, επί χάρτου.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
χάρτης της Κρήτης
 
οδικός χάρτης

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάρτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χάρτης (ρολό παπύρου για γράψιμο), σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική carta & από την αγγλική chart < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης,[1] αναδανεισμός → δείτε τις λέξεις χάρτα και χαρτί

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxaɾ.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάρ‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάρτης αρσενικό

  1. γεωγραφική απεικόνιση της γης, ή ευρύτερου τόπου, πάνω σε χαρτί
    γεωγραφικός χάρτης, αστρονομικός χάρτης του γαλαξία μας
  2. η σημείωση στοιχείων και πληροφοριών πάνω σε γεωγραφικό χάρτη
    τουριστικός χάρτης, κλιματολογικός χάρτης, πολιτικός χάρτης
  3. η διακήρυξη, το καταστατικό
    → δείτε και τη λέξη χάρτα
  4. (λόγιο, σε εκφράσεις) το χαρτί (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο χάρτης)
    εμπόριο χάρτου

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χάρτης οἱ χάρται
      γενική τοῦ χάρτου τῶν χαρτῶν
      δοτική τῷ χάρτ τοῖς χάρταις
    αιτιατική τὸν χάρτην τοὺς χάρτᾱς
     κλητική ! χάρτ χάρται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χάρτ
γεν-δοτ τοῖν  χάρταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάρτης < χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (χαράσσω). Σύμφωνα με ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάρτης αρσενικό

  1. ρολό παπύρου για γράψιμο, φύλλο χαρτιού κατασκευασμένο από στρώματα παπύρων
    χάρται βυβλίων
  2. οτιδήποτε λεπτό, σε μορφή φύλλου ή λεπτής πλάκα2

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία