Δείτε επίσης: φρύνος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φρῦνος οἱ φρῦνοι
      γενική τοῦ φρύνου τῶν φρύνων
      δοτική τῷ φρύν τοῖς φρύνοις
    αιτιατική τὸν φρῦνον τοὺς φρύνους
     κλητική ! φρῦνε φρῦνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρύνω
γεν-δοτ τοῖν  φρύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρῦνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-‎ (καστανός, καφετής). Συγγενή: λέξεις για καφετιά ή κοκκινωπά ζώα όπως η λατινική fiber (κάστορας), η πρωτογερμανική *bebruz> αγγλική beaver [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρῦνος, -ου αρσενικό

  1. (αμφίβιο) είδος βατράχου
     συνώνυμα: βάτραχος, βάθρακος, βότραχος, βρόταχος
  2. (ορυκτολογία) είδος λίθου
     συνώνυμα: βατραχίτης
  3. (πτηνό) είδος πουλιού

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φρύνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία