Δείτε επίσης: φρῦνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φρύνος οι φρύνοι
      γενική του φρύνου των φρύνων
    αιτιατική τον φρύνο τους φρύνους
     κλητική φρύνε φρύνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρύνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρῦνος
 
'Φρύνος του είδους Bombina bombina.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρύ‐νος
παρώνυμα: πρίνος, θρήνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρύνος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία