φιλάσθενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλάσθενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλάσθενος. Συγχρονικά αναλύεται σε (φίλος) φιλ- + (ασθένεια)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fiˈla.sθe.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λά‐σθε‐νος
Επίθετο επεξεργασία
φιλάσθενος, -η, -ο
- που αρρωσταίνει εύκολα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φιλάσθενος, -η, -ον
- φιλάσθενος
- ↪ φιλάσθενος ἀσθενής (⌘ Ιπποκράτης, 281, 18)
Πηγές επεξεργασία
- φιλάσθενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.