Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαλλόσχημος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαλλόσχημ
ος
η
φαλλόσχημ
η
το
φαλλόσχημ
ο
γενική
του
φαλλόσχημ
ου
της
φαλλόσχημ
ης
του
φαλλόσχημ
ου
αιτιατική
τον
φαλλόσχημ
ο
τη
φαλλόσχημ
η
το
φαλλόσχημ
ο
κλητική
φαλλόσχημ
ε
φαλλόσχημ
η
φαλλόσχημ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαλλόσχημ
οι
οι
φαλλόσχημ
ες
τα
φαλλόσχημ
α
γενική
των
φαλλόσχημ
ων
των
φαλλόσχημ
ων
των
φαλλόσχημ
ων
αιτιατική
τους
φαλλόσχημ
ους
τις
φαλλόσχημ
ες
τα
φαλλόσχημ
α
κλητική
φαλλόσχημ
οι
φαλλόσχημ
ες
φαλλόσχημ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαλλόσχημος
<
φαλλ(ός)
+
-ό-
+
-σχημος
Επίθετο
επεξεργασία
που έχει σχήμα
φαλλού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαλλόσχημος
αγγλικά
:
phallic
(en)