φαλλόσχημων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
φαλλόσχημων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φαλλόσχημος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φαλλόσχημος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φαλλόσχημος
φαλλόσχημων