υποχονδριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποχονδριακός < αρχαία ελληνική ὑποχονδριακός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
υποχονδριακός -ή -ό
- σχετικός με την υποχονδρία ή τον υποχόνδριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποχονδριακός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποχονδριακός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποχονδριακός
|