Δείτε επίσης: ὑποχόνδριος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποχόνδριος η υποχόνδρια το υποχόνδριο
      γενική του υποχόνδριου της υποχόνδριας του υποχόνδριου
    αιτιατική τον υποχόνδριο την υποχόνδρια το υποχόνδριο
     κλητική υποχόνδριε υποχόνδρια υποχόνδριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποχόνδριοι οι υποχόνδριες τα υποχόνδρια
      γενική των υποχόνδριων των υποχόνδριων των υποχόνδριων
    αιτιατική τους υποχόνδριους τις υποχόνδριες τα υποχόνδρια
     κλητική υποχόνδριοι υποχόνδριες υποχόνδρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποχόνδριος < αρχαία ελληνική ὑποχόνδριος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

υποχόνδριος, -α, -ο (συχνά και ως ουσιαστικό)

  1. που μεγαλοποιεί ασήμαντες σωματικές διαταραχές, που νιώθει συμπτώματα ασθένειας/ών ενώ είναι απόλυτα υγιής· κατά φαντασίαν ασθενής
  2. (μεταφορικά) υπερβολικά σχολαστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία