Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποστρατηγικός η υποστρατηγική το υποστρατηγικό
      γενική του υποστρατηγικού της υποστρατηγικής του υποστρατηγικού
    αιτιατική τον υποστρατηγικό την υποστρατηγική το υποστρατηγικό
     κλητική υποστρατηγικέ υποστρατηγική υποστρατηγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποστρατηγικοί οι υποστρατηγικές τα υποστρατηγικά
      γενική των υποστρατηγικών των υποστρατηγικών των υποστρατηγικών
    αιτιατική τους υποστρατηγικούς τις υποστρατηγικές τα υποστρατηγικά
     κλητική υποστρατηγικοί υποστρατηγικές υποστρατηγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποστρατηγικός < υπο- + στρατηγικός, αγγλική substrategic

  Επίθετο επεξεργασία

υποστρατηγικός, -ή, -ό

  • στρατιωτικός όρος που αφορά εξοπλισμό στρατηγικού πυρηνικού πολέμου, αλλά χαμηλότερου επιπέδου (όπως π.χ. μικρότερης εμβέλειας)
    ※  Εως το 2024, η Π.Α. θα έχει συνολικά 24 Rafale, με μεγάλη εμβέλεια δράσης, αλλά και όπλα υποστρατηγικού χαρακτήρα, τα οποία ενισχύουν περαιτέρω τις δυνατότητες μακρού πλήγματος, κυρίως όμως ωθούν σε πιο ανεπτυγμένες τεχνολογίες. (Τα Rafale και η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, εφημερίδα Καθημερινή, [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία