Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκλίνομαι < αρχαία ελληνική ὑποκλίνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική s’incliner)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.poˈkli.no.me/

  Ρήμα επεξεργασία

υποκλίνομαι (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία