Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποκλινής η υποκλινής το υποκλινές
      γενική του υποκλινούς* της υποκλινούς του υποκλινούς
    αιτιατική τον υποκλινή την υποκλινή το υποκλινές
     κλητική υποκλινή(ς) υποκλινής υποκλινές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποκλινείς οι υποκλινείς τα υποκλινή
      γενική των υποκλινών των υποκλινών των υποκλινών
    αιτιατική τους υποκλινείς τις υποκλινείς τα υποκλινή
     κλητική υποκλινείς υποκλινείς υποκλινή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκλινής < ελληνιστική κοινή ὑποκλῐνής

  Επίθετο επεξεργασία

υποκλινής[1]

  1. (λόγιο) που υποκλίνεται
  2. (κατ’ επέκταση) περιποιητικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. υποκλινής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)