Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποεκπροσώπηση οι υποεκπροσωπήσεις
      γενική της υποεκπροσώπησης* των υποεκπροσωπήσεων
    αιτιατική την υποεκπροσώπηση τις υποεκπροσωπήσεις
     κλητική υποεκπροσώπηση υποεκπροσωπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποεκπροσωπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποεκπροσώπηση < υπο- + εκπροσώπηση < μεσαιωνική ελληνική ἐκπροσωπῶ < αρχαία ελληνική πρόσωπον ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underrepresentation[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποεκπροσώπηση θηλυκό

  • η περιορισμένη ή μικρότερη απ’ το κανονικό εκπροσώπηση
    ※  Χαμηλότερες αμοιβές για ίδια εργασία, υποεκπροσώπηση σε διευθυντικές θέσεις, μικρή συμμετοχή στην επιχειρηματικότητα αλλά υψηλό ποσοστό απασχόλησης αμισθί είναι οι συνθήκες εργασίας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες εν έτει 2012. (*)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ὑποεκπροσώπηση

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. υποεκπροσώπησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)