υποεκπροσώπηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποεκπροσώπηση | οι | υποεκπροσωπήσεις |
γενική | της | υποεκπροσώπησης* | των | υποεκπροσωπήσεων |
αιτιατική | την | υποεκπροσώπηση | τις | υποεκπροσωπήσεις |
κλητική | υποεκπροσώπηση | υποεκπροσωπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποεκπροσωπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποεκπροσώπηση < υπο- + εκπροσώπηση < μεσαιωνική ελληνική ἐκπροσωπῶ < αρχαία ελληνική πρόσωπον ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underrepresentation[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποεκπροσώπηση θηλυκό
- η περιορισμένη ή μικρότερη απ’ το κανονικό εκπροσώπηση
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ὑποεκπροσώπηση
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποεκπροσώπηση
- ↑ υποεκπροσώπηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)