Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προσωπο-
ονομαστική τὸ πρόσωπον τὰ πρόσωπ
      γενική τοῦ προσώπου τῶν προσώπων
      δοτική τῷ προσώπ τοῖς προσώποις
    αιτιατική τὸ πρόσωπον τὰ πρόσωπ
     κλητική ! πρόσωπον πρόσωπ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσώπω
γεν-δοτ τοῖν  προσώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσωπον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσωπον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία