Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυχοδιωκτικός η τυχοδιωκτική το τυχοδιωκτικό
      γενική του τυχοδιωκτικού της τυχοδιωκτικής του τυχοδιωκτικού
    αιτιατική τον τυχοδιωκτικό την τυχοδιωκτική το τυχοδιωκτικό
     κλητική τυχοδιωκτικέ τυχοδιωκτική τυχοδιωκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυχοδιωκτικοί οι τυχοδιωκτικές τα τυχοδιωκτικά
      γενική των τυχοδιωκτικών των τυχοδιωκτικών των τυχοδιωκτικών
    αιτιατική τους τυχοδιωκτικούς τις τυχοδιωκτικές τα τυχοδιωκτικά
     κλητική τυχοδιωκτικοί τυχοδιωκτικές τυχοδιωκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυχοδιωκτικός < τυχοδιώκτης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

τυχοδιωκτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία