Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριβίστικος η αριβίστικη το αριβίστικο
      γενική του αριβίστικου της αριβίστικης του αριβίστικου
    αιτιατική τον αριβίστικο την αριβίστικη το αριβίστικο
     κλητική αριβίστικε αριβίστικη αριβίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριβίστικοι οι αριβίστικες τα αριβίστικα
      γενική των αριβίστικων των αριβίστικων των αριβίστικων
    αιτιατική τους αριβίστικους τις αριβίστικες τα αριβίστικα
     κλητική αριβίστικοι αριβίστικες αριβίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριβίστικος < αριβίστ(ας) + -ικος[1] < ιταλική arrivista < γαλλική arriviste

  Επίθετο επεξεργασία

αριβίστικος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία